- ὀψωνιοδόκος
- ὀψωνιοδόκος, ον,A receiving provisions,
σπυρίς Poll.10.92
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπυρίς Poll.10.92
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψωνιοδόκος — ὀψωνιοδόκος, ον (Α) (σχετικά με τον πελεκτό σάκο για τα ψώνια) αυτός που χρησιμοποιείται για να τοποθετούνται μέσα τα ψώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψώνιον + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] … Dictionary of Greek
ὀψωνιοδόκον — ὀψωνιοδόκος receiving provisions masc/fem acc sg ὀψωνιοδόκος receiving provisions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)